- οβολιαίος
- ὀβολιαῑος, -αία, -ον (Α)1. αυτός που έχει το σχήμα ή το μέγεθος οβολού2. αυτός που έχει αξία ενός οβολού, δηλ. αυτός που έχει ευτελή αξία, ασήμαντος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβολός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. δραχμ-ιαίος)].
Dictionary of Greek. 2013.